Τι σημαίνει big dealκαι πότε χρησιμοποιείται;

Απάντηση του φυσικού ομιλητή
Rebecca
Ως ουσιαστικό, big dealσημαίνει πολύ σημαντικό. Μπορεί επίσης να σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ σημαντικός. Είναι κάτι που αξίζει μεγάλη προσοχή και προσοχή. Αλλά όταν χρησιμοποιείται ως θαυμαστικό, σημαίνει ότι δεν είναι μεγάλη υπόθεση. Παράδειγμα: Getting the promotion was a big deal to him! (Το να του πάρεις προαγωγή ήταν μεγάλη υπόθεση.) Παράδειγμα: The mayor is a big deal in this town. (Ο δήμαρχος είναι μια σημαντική προσωπικότητα στη γειτονιά.) Ναι: A: I'm going to be soccer captain this semester. (Θα είμαι ο αρχηγός του ποδοσφαίρου αυτό το εξάμηνο.) B: Big deal. I was soccer captain last semester. (Δεν είναι μεγάλη υπόθεση, ήμουν ο αρχηγός ποδοσφαίρου το περασμένο εξάμηνο.)